- πύλαισι
- πύληone wing of a pair of double gatesfem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πύλαισι — Πύλαι fem dat pl (epic ionic aeolic) Πύλης masc dat pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήιστος — νήϊστος και νήϊτ(τ)ος, η, ον (Α) έσχατος, ακραίος, κατώτατος («πύλαισι Νηΐσταισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νήϊστος, που εμφανίζεται στον τ. τού θηλ. Νήϊσται «ονομασία μιας από τις πύλες τής Θήβας», σχηματίστηκε πιθ. από τον τ. νήατος (*νήαται),… … Dictionary of Greek